- δημαρχίνα
- η1. η σύζυγος τού δημάρχου («να τή λένε δημαρχίνα κι ας ψοφά κι από την πείνα»)2. γυναίκα δήμαρχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμαρχος. Η λ. μαρτυρείται το 1893 από τον Α. Παπαδιαμάντη στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δημαρχίνα — η η γυναίκα του δήμαρχου ή η γυναίκα δήμαρχος: Η πόλη μας έχει δημαρχίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ομοιοτέλευτος — η, ο 1. για λέξεις και φράσεις, ο ομοιοκατάληχτος. 2. ως ουσ., ομοιοτέλευτο, το σχήμα λόγου όπου δύο φράσεις συνεχείς του λόγου καταλήγουν στον ίδιο ήχο: Ας με λένε δημαρχίνα κι ας ψοφώ από την πείνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)